-
1 αλλήλων
αντων. γεν. (тк в косв. п. — ср. αλλήλους) друг друга, взаимно;έχομεν ανάγκην αλλήλων — мы нуждаемся друг в друге
См. также в других словарях:
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek